πεπτίδια

πεπτίδια
Οργανικές ενώσεις που προέρχονται από την υδρολυτική διάσπαση των πρωτεϊνικών ενώσεων (*πρωτεΐνες), οι οποίες περιέχουν στο μόριό τους την αμιδική ομάδα -NH.CO-. Τα π. αποτελούνται από δύο ή περισσότερα, όμοια ή διαφορετικά, μόρια αμινοξέων, ενωμένα μεταξύ τους με συμπύκνωση που οφείλεται στην απομάκρυνση ύδατος από την αμινομάδα του ενός μορίου και της καρβοξυλικής ομάδας του άλλου (αμίδια). Ο σχηματισμός δεσμού αυτού του τύπου, επαναλαμβανόμενος πολλές φορές, δημιουργεί μικρές αναλύσεις (πολυπεπτιδικές) που αποτελούνται από πολλά υπόλοιπα αμινοξέα. Κατατάσσονται σε δι-τρι-πολυ-πεπτίδια, ανάλογα με τον αριθμό των μορίων αμινοξέων που περιέχουν. Είναι ουσίες κρυσταλλικές, διαλυτές στο νερό, αρκετά διαδεδομένες στη φύση. Είναι δυνατόν να παραχθούν συνθετικά με συμπύκνωση των αμινοξέων. Τα κοινότερα π. είναι η γλουταθειόνη ή γλουταθείο, η καρνοσίνη, η γλυκυλογλυκίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • πεπτιδάση — η (βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο, ενεργό στα πεπτίδια και στα πολυπεπτίδια, όχι όμως στις πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. peptidase (< peptide + κατάλ. ase, βλ. λ. πεπτίδιο)] …   Dictionary of Greek

  • πολυπεπτιδάση — η, ν (βιοχ.) ένζυμο που υδρολύει ειδικά τους πεπτιδικούς δεσμούς, ελευθερώνοντας πεπτίδια μικρότερου μοριακού βάρους …   Dictionary of Greek

  • πρωτεϊνάση — η, Ν (βιοχ.) κάθε ένζυμο που αποικοδομεί τις πρωτεΐνες, διασπώντας τους εσωτερικούς πεπτικούς δεσμούς και παράγοντας πεπτίδια, αλλ. πρωτεάση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proteinase < protein (βλ. πρωτεΐνη) + κατάλ. ase] …   Dictionary of Greek

  • χυμοθρυψίνη — η, Ν* (βιοχ.) ένζυμο τού παγκρεατικού υγρού, που διασπά τα πεπτίδια και τις πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chymotrypsin < chymo (< χυμός) + trypsin «θρυψίνη» (< τρύω «καταπονώ», κατά το pepsin «πεψίνη»)] …   Dictionary of Greek

  • Γκιγεμέν, Ροζέ — (Roger Guillemin, Ντιζόν 1924 –). Αμερικανός γιατρός και φυσιολόγος, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Ντιζόν και της Λιόν, στη Γαλλία και φυσιολογία στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Γουόκερ, Τζον Ε — (John E. Walker, Χάλιφαξ, Γιόρκσαϊρ 1941 –). Άγγλος χημικός. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1965 ξεκίνησε έρευνα σε αντιβιοτικά για τα πεπτίδια στην Οξφόρδη και το 1969 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Εκείνη την εποχή ήρθε σε… …   Dictionary of Greek

  • καθεψίνες — Ομάδα ενδοκυτταρικών πεπτικών ενζύμων, που εντοπίζονται μέσα στα λυσοσώματα και καταλύουν την υδρόλυση πρωτεϊνών και μεγάλων πολυπεπτιδίων σε μικρότερα πεπτίδια ή αμινοξέα. Ανήκουν στην τάξη των υδρολασών και συναντώνται κυρίως σε ζωικούς ιστούς …   Dictionary of Greek

  • λιπίδια ή λιποειδή — Κατηγορία ενώσεων ποικίλης δομής, αλλά με κοινές τις γενικές ιδιότητες των λιπών. Πολύ συχνά οι όροι λ. και λίπη θεωρούνται συνώνυμοι. Στον ανθρώπινο οργανισμό διακρίνονται σε λ. αποθέματος, με λειτουργίες πλαστικές, προστατευτικές και… …   Dictionary of Greek

  • μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας — Σύνολο γονιδίων, τα οποία κωδικοποιούν για επιφανειακές πρωτεΐνες του κυττάρου και σχετίζονται με την αποδοχή ή απόρριψη των μοσχευμάτων. Είναι γνωστά με τα αρχικά MHC. Η κύρια λειτουργία των μορίων MHC περιλαμβάνει τη διάκριση μεταξύ εαυτών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”