πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
πεπτιδάση — η (βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο, ενεργό στα πεπτίδια και στα πολυπεπτίδια, όχι όμως στις πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. peptidase (< peptide + κατάλ. ase, βλ. λ. πεπτίδιο)] … Dictionary of Greek
πολυπεπτιδάση — η, ν (βιοχ.) ένζυμο που υδρολύει ειδικά τους πεπτιδικούς δεσμούς, ελευθερώνοντας πεπτίδια μικρότερου μοριακού βάρους … Dictionary of Greek
πρωτεϊνάση — η, Ν (βιοχ.) κάθε ένζυμο που αποικοδομεί τις πρωτεΐνες, διασπώντας τους εσωτερικούς πεπτικούς δεσμούς και παράγοντας πεπτίδια, αλλ. πρωτεάση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proteinase < protein (βλ. πρωτεΐνη) + κατάλ. ase] … Dictionary of Greek
χυμοθρυψίνη — η, Ν* (βιοχ.) ένζυμο τού παγκρεατικού υγρού, που διασπά τα πεπτίδια και τις πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chymotrypsin < chymo (< χυμός) + trypsin «θρυψίνη» (< τρύω «καταπονώ», κατά το pepsin «πεψίνη»)] … Dictionary of Greek
Γκιγεμέν, Ροζέ — (Roger Guillemin, Ντιζόν 1924 –). Αμερικανός γιατρός και φυσιολόγος, γαλλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Ντιζόν και της Λιόν, στη Γαλλία και φυσιολογία στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, στον Καναδά. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Γουόκερ, Τζον Ε — (John E. Walker, Χάλιφαξ, Γιόρκσαϊρ 1941 –). Άγγλος χημικός. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1965 ξεκίνησε έρευνα σε αντιβιοτικά για τα πεπτίδια στην Οξφόρδη και το 1969 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Εκείνη την εποχή ήρθε σε… … Dictionary of Greek
καθεψίνες — Ομάδα ενδοκυτταρικών πεπτικών ενζύμων, που εντοπίζονται μέσα στα λυσοσώματα και καταλύουν την υδρόλυση πρωτεϊνών και μεγάλων πολυπεπτιδίων σε μικρότερα πεπτίδια ή αμινοξέα. Ανήκουν στην τάξη των υδρολασών και συναντώνται κυρίως σε ζωικούς ιστούς … Dictionary of Greek
λιπίδια ή λιποειδή — Κατηγορία ενώσεων ποικίλης δομής, αλλά με κοινές τις γενικές ιδιότητες των λιπών. Πολύ συχνά οι όροι λ. και λίπη θεωρούνται συνώνυμοι. Στον ανθρώπινο οργανισμό διακρίνονται σε λ. αποθέματος, με λειτουργίες πλαστικές, προστατευτικές και… … Dictionary of Greek
μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας — Σύνολο γονιδίων, τα οποία κωδικοποιούν για επιφανειακές πρωτεΐνες του κυττάρου και σχετίζονται με την αποδοχή ή απόρριψη των μοσχευμάτων. Είναι γνωστά με τα αρχικά MHC. Η κύρια λειτουργία των μορίων MHC περιλαμβάνει τη διάκριση μεταξύ εαυτών και… … Dictionary of Greek